- ευξύνετος
- εὐξύνετος, -ον (Α)αττ. τ., βλ. ευσύνετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐξύνετος — εὐσύνετος quick of apprehension masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek